δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… … Dictionary of Greek
μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… … Dictionary of Greek
ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
διπλόποδα — (diplopoda). Μία από τις δύο υφομοταξίες στις οποίες διαιρείται η ομοταξία των μυριαπόδων. Περιλαμβάνει τα γένη που είναι γνωστά με την ονομασία πολυπόδια (π.χ. τους ιούλους, τις γλυμερίδες, τους πολυδέσμους κ.ά.). Tα δ. έχουν κυλινδρικό,… … Dictionary of Greek
σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… … Dictionary of Greek
αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… … Dictionary of Greek
λιλιίδες ή λειριίδες — (liliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων ποωδών φυτών. Περιλαμβάνει κυρίως πολυετείς πόες που διαθέτουν υπόγειους βολβούς και ριζώματα, απ’ όπου εκφύονται όρθιοι βλαστοί και σε μερικά γένη αναρριχώμενοι. Σε άλλες περιπτώσεις, οι βλαστοί έχουν… … Dictionary of Greek
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
Αμφιπρίων — (amphiprion). Γένος περκόμορφων ψαριών της οικογένειας των πομακεντριδών. Είναι γνωστά περίπου 12 είδη που ζουν στις θάλασσες του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού. Ονομάζονται επίσης και ψάρια ανεμώνες, γιατί συμβιούν με τις θαλάσσιες ανεμώνες.… … Dictionary of Greek